Η εταιρική λεηλασία του Λόφου Στρέφη

Προδημοσίευση μέρους άρθρου από το 2ο τεύχος της εφημερίδας μας “Το χωνί του Στρέφη”. Η έρευνα έγινε την άνοιξη του 2023 από το corporate watch, σε συνεργασία με τη συνέλευσή μας. Η προδημοσίευση γίνεται με αφορμή την αποκάλυψη των Financial Times για τη σχέση της Αλεξίας Μπ@κογ1άννη με τον επιχειρηματία Beny Steinmetz, κύριο μέτοχο της εταιρίας Invel, κύριας μετόχου της Prode@. Σχετικά άρθρα εδώ, με πλήρη μετάφραση του άρθρου των FT και εδώ.

Η εταιρική λεηλασία του Λόφου Στρέφη

Από τότε που δημοσιεύσαμε τη συνέντευξή μας με τα μέλη της Ανοιχτής Συνέλευσης για την Υπεράσπιση του Λόφου Στρέφη στην Αθήνα, η αστυνομική καταστολή έχει αυξηθεί – αλλά μαζί της και η αντίσταση.
Με μόνιμη ανάπτυξη περίπου 150 αστυνομικών στο λόφο, όπως αναφέρθηκε το τελευταίο εξάμηνο, η ατμόσφαιρα είναι τουλάχιστον εκφοβιστική. Από τον Αύγουστο του 2022 μέχρι την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, η Συνέλευση για την Υπεράσπιση του Λόφου αναφέρει συνεχείς παρενοχλήσεις όσων προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν το πάρκο, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών που έρχονται να παίξουν μπάσκετ ή απλά να περάσουν εκεί το χρόνο τους. Στο ίδιο διάστημα έχουν καταγραφεί πάνω από σαράντα συλλήψεις καθώς και άλλες πράξεις βίας και χρήση δακρυγόνων εναντίον των κατοίκων της περιοχής που αρνούνται να υποχωρήσουν μπροστά στον κρατικό εκφοβισμό. Η αντίσταση έχει υπάρξει πολύμορφη – από γιορτές με παραδοσιακούς χορούς και χορωδίες μέχρι άμεση δράση με κοπή ρεύματος στο εργοτάξιο.

Ο λόφος Στρέφη είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό πάρκο στο κέντρο της πόλης. Είναι ένας πολύτιμος χώρος συγκέντρωσης στην καρδιά μιας ζωντανής γειτονιάς που οι διαδοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν -αλλά απέτυχαν- να υποτάξουν και να αφομοιώσουν. Είναι ένα καταφύγιο για αναρχικούς, πρόσφυγες και άλλους ξένους, για να οργανωθούν ή να κοινωνικοποιηθούν, αλλά και ένας πολύτιμος χώρος για την κοινότητα, με ένα ανοιχτό θέατρο, γήπεδα μπάσκετ και μια παιδική χαρά.

Ο λόφος είναι επίσης καταφύγιο και για την άγρια ζωή. Οι άγριες χελώνες που ζουν εκεί έχουν γίνει το σύμβολό του: ζώα αρχαία, ελεύθερα, και ευάλωτα – αλλά τελικά ανθεκτικά μέσα στο ταλαιπωρημένο από τον καιρό καβούκι τους.

Μετά τη συνέντευξη, ερευνήσαμε τις εταιρείες που τεμαχίζουν αυτόν τον πολύτιμο χώρο για προσωπικό τους όφελος. Με την κίνηση μας ελπίζουμε να εμπνεύσουμε αλληλεγγύη προς όλο τον κόσμο που αγωνίζεται για τη διατήρηση του λόφου. Εντοπίσαμε τα οικονομικά συμφέροντα σε απρόσωπες εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων στη Βόρεια Ευρώπη και τις ΗΠΑ – και βρήκαμε μερικές πλούσιες ελληνικές δυναστείες στην πορεία.

Οι επενδυτές: PRODEA
Μητρικές εταιρείες: Invel & Castlelake

Το 1 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση του έργου της ανάπλασης στο Στρέφη προέρχεται από την PRODEA, ενώ 800.000 ευρώ προέρχονται από το δήμο Αθηναίων.
Η PRODEA είναι εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο ιδιοκτήτης της την περιγράφει ως “τη μεγαλύτερη εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (“REIC”) στην Ελλάδα σε όρους ενεργητικού”, και έχει τουλάχιστον πενήντα θυγατρικές – κυρίως με έδρα την Ελλάδα και την Κύπρο.

Η πλειονότητα των επενδύσεων της PRODEA αφορά εμπορικά ακίνητα με τη μορφή γραφείων. Πάνω από το ένα τρίτο του χαρτοφυλακίου της είναι εκμισθωμένο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ το 10% είναι μισθωμένο στην ελληνική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτης. Επί του παρόντος βρίσκεται σε συζητήσεις για τη συμμετοχή της στο αμφιλεγόμενο μεγαλεπήβολο έργο του Ελληνικού στο χώρο του πρώην αεροδρομίου της Αθήνας, το οποίο συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα σχέδια αστικής ανάπλασης στον κόσμο.
Η εταιρεία φαίνεται να τα πηγαίνει καλά οικονομικά. Το 2022 σημείωσε κέρδη λίγο πάνω από 98 εκατ. ευρώ, αν και πρόκειται για σημαντική πτώση σε σχέση με το προηγούμενο έτος που τα κέρδη της ήταν περίπου 128 εκατ. ευρώ.

Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλoς της PRODEA είναι ο Χριστόφορος Παπαχριστοφόρου, ο οποίος είναι επίσης διευθυντικός εταίρος της μητρικής εταιρείας Invel. Με σπουδές στο London School of Economics, ο Παπαχριστοφόρου εισέβαλλε στον κόσμο της διαχείρισης ακινήτων ως παγκόσμιος επικεφαλής της RREEF Opportunistic Investments, μιας εταιρείας διαχείρισης επενδύσεων σε ακίνητα που ανήκε τότε στην Deutsche Bank. Αρκετά άλλα πρώην στελέχη της RREEF και της Deutsche Bank στον τομέα των ακινήτων στελεχώνουν τις διοικητικές ομάδες της Invel και της PRODEA. Μεταξύ αυτών και η σύζυγος του Παπαχριστοφόρου, Μαριάννα, απόφοιτος του London Business School, η οποία μεταξύ άλλων είναι ιδιοκτήτρια ενός σπιτιού αξίας 5 εκατομμυρίων λιρών στο Τσέλσι του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μία ένδειξη της πιθανής εγγύτητας της εταιρείας με την κυβέρνηση, είναι πως ένας άλλος απόφοιτος της Deutsche Bank και πρόσφατος εταίρος της Invel, ο Αλέξης Πιπιλής, τυγχάνει φίλος στο Facebook με τη Σοφία Μητσοτάκη – κόρη του σημερινού Έλληνα πρωθυπουργού.

Invel

Η PRODEA ανήκει στην Invel, μια πολυεθνική εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητα και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων με έδρα το Τζέρσεϊ. Η εταιρεία ειδικεύεται σε “ακίνητα- και προβληματικά χρέη σε όλη την Ευρώπη”. Προσκαλεί επενδυτικές εταιρείες να συνεισφέρουν χρήματα μαζί με τα δικά της στην αγορά ακινήτων που δεν θεωρούνται αρκετά κερδοφόρα, και τα αναδιαμορφώνει.

Τι είναι τα «ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια»:
Οι εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων συνεργάζονται με πλούσιους ιδιώτες και ιδρύματα, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία, και αγοράζουν εταιρείες για να αναζητήσουν τρόπους να αποδώσουν την επένδυσή τους. Αυτές οι εξαγορές συχνά συμπληρώνονται με χρέος μέσω δανείων από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τα χρήματα κερδίζονται με τη χρέωση των επενδυτών με αμοιβή διαχείρισης, με την απόσπαση ενός ποσοστού των κερδών που παράγονται από τις επιχειρήσεις που αγοράζονται και, τελικά, με την πώλησή τους.
Παρουσιάζονται ως πάροχοι τεχνογνωσίας τόσο στον τομέα των επενδύσεων όσο και στη διαχείριση επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα αυτό συχνά μεταφράζεται σε επιβάρυνσης μίας επιχείρησης με χρέος που χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση της αγοράς της και σε “αναδιάρθρωση”: δηλαδή οι επιχειρήσεις κανιβαλίζονται, οι θέσεις εργασίας μειώνονται, οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων δέχονται επίθεση. Όταν γίνονται ιδιοκτήτες μέσω μεσιτικών συμφωνιών, τα ενοίκια αυξάνονται στους ενοικιαστές. Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια αντιπροσωπεύουν μια διαδικασία αδίστακτης, στοχευμένης εξόρυξης και εκμετάλλευσης προς όφελος της αποκλειστικής πελατείας που είναι σε θέση να συμμετάσχει. Εν ολίγοις, “η απληστία είναι καλή”, σύμφωνα με τα λόγια του φανταστικού εταιρικού επιδρομέα PE Gordon Gekko.

Ωστόσο, η πιο προβεβλημένη επένδυση της Invel δεν είναι ένα πολυτελές ξενοδοχείο ή μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ – είναι το τμήμα ακινήτων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η απάντηση των θεσμών στην ελληνική κρίση χρέους ήταν η παροχή δανείων υπό τον όρο μαζικών διαρθρωτικών αλλαγών, όπως η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η εφαρμογή μέτρων λιτότητας. Κατά συνέπεια, η θυγατρική εταιρεία ακινήτων της διασωθείσας Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, γνωστή τότε ως Πανγαία, πωλήθηκε σε κοινοπραξία με επικεφαλής την Invel, μια εταιρεία που υπήρχε λιγότερο από ένα χρόνο.
Και έτσι η Invel αγόρασε όσο όσο το πλειοψηφικό μερίδιο, για μόλις 653 εκατ. ευρώ – ωστόσο τα 450 εκατ. ευρώ πληρώθηκαν από δάνειο που παρείχε η ίδια η τράπεζα (με επιτόκιο μόλις 2,75%), πράγμα που σημαίνει ότι η Invel πλήρωσε στην πραγματικότητα μόνο 203 εκατ. ευρώ εκείνη τη στιγμή. Η συμφωνία έδωσε αρχικά στην Invel πρόσβαση σε σχεδόν 1 δισ. ευρώ μέσω 252 ακινήτων. Στη συνέχεια, καθώς η χώρα βγήκε από τη βαθιά κρίση, η αξία των ακινήτων έχει πολλαπλασιαστεί, αγγίζοντας σχεδόν τα 3 δισ. ευρώ μέσω 380 ακινήτων. Το υπόλοιπο μερίδιο της Πανγαίας πωλήθηκε το 2019, και η εταιρία μετονομάστηκε σε PRODEA.

Η σύνδεση με τον Steinmetz

Η κερδοσκοπία από την κρίση δεν είναι η μόνη δυσάρεστη πτυχή της ιστορίας της Invel. Πιθανώς θα ήθελε να αποστασιοποιηθεί και από τον πιο «ενοχλητικό» συνοδοιπόρο της, τον ατιμασμένο έμπορο διαμαντιών και πρώην πλουσιότερο πολίτη του Ισραήλ, Beny Steinmetz.
Ο Beny Steinmetz ξεκίνησε την Invel το 2013 με κεφάλαιο εκκίνησης ύψους 400 εκατ. δολαρίων, το οποίο χορηγήθηκε μέσω της εταιρείας του, BSG Real Estate, μέρος της δαιδαλώδους επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του Beny Steinmetz Group (BSG), η οποία περιλαμβάνει μεταλλεύματα, ορυκτά καύσιμα, ακίνητα και ιδιωτικά κεφάλαια. Προσέλαβε τον Παπαχριστοφόρου ως τον “άνθρωπο στο πεδίο” της Invel για την Ελλάδα και την Κύπρο και ήταν εταίρος στην εταιρεία μέχρι που τα νομικά του προβλήματα αυξήθηκαν πέντε χρόνια αργότερα. Ο Παπαχριστοφόρου παραμένει διευθύνων σύμβουλος μιας άλλης εταιρείας αυτής της αυτοκρατορίας, της BSG Resources.

Το 2020, ο Steinmetz καταδικάστηκε για “σύσταση εγκληματικής οργάνωσης” από δικαστήριο της Ρουμανίας, σε μια υπόθεση που αφορούσε τη δωροδοκία δημόσιων λειτουργών για πρόσβαση σε ακίνητα. Καταδικάστηκε ερήμην του σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Steinmetz καταδικάστηκε και πάλι για δωροδοκία – αυτή τη φορά σε μια υπόθεση που αφορούσε πληρωμές αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων στη σύζυγο του τότε δικτάτορα της Γουινέας, Lansana Conté, με αντάλλαγμα δικαιώματα εξόρυξης στην περιοχή. Η εν λόγω τοποθεσία έχει ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως γνωστά κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος, στην οροσειρά Σιμαντού της Γουινέας, όπου ζουν είδη υπό εξαφάνιση όπως οι δυτικοί χιμπατζήδες. Το 2008, η Rio Tinto -στην οποία είχαν δοθεί αποκλειστικά δικαιώματα για το ορυχείο (και εξακολουθεί να λαμβάνει μέρος στο έργο) έχασε την άδειά της. Οι άδειες χορηγήθηκαν αντ’ αυτού στην BSG Resources, μια εταιρεία χωρίς ιστορικό εξόρυξης σιδηρομεταλλεύματος.

Ο Steinmetz και οι συνεργάτες του ξόδεψαν χρόνια προσπαθώντας να κλείσουν την ιστορία με επιθετικό μάρκετινγκ και νομικίστικες τακτικές, καθώς και (αφού δεν τα κατάφεραν με την πρώτη φορά) με νέες απόπειρες δωροδοκίας.

Στη συνέχεια, τον Μάιο του 2022, μια επιτροπή διαιτησίας της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφάνθηκε ότι τα δικαιώματα εξόρυξης είχαν πράγματι αποκτηθεί μέσω δωροδοκίας. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι έχει καταδικαστεί σε συνολικά δέκα χρόνια φυλάκισης από δικαστήρια σε δύο δικαιοδοσίες, ο Steinmetz φαίνεται να κυκλοφορεί ελεύθερος, ενώ άσκησε έφεση κατά της δεύτερης καταδίκης του.

Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Ehud Olmert περιέγραψε τον Steinmetz ως “τον τελευταίο άνθρωπο που θα ήθελες ως εχθρό”, και αναμφίβολα βοηθάει το γεγονός ότι η οικογένεια του έχει πρόσβαση στις αρχές, ενώ ο ανιψιός του ήταν εταίρος στην επιχείρηση ακινήτων του Jared Kushner, Kushner Companies. Ο Steinmetz απολαμβάνει τόσο προνομιακή σχέση με την Ελλάδα, ώστε παρά τις αυξανόμενες αποδείξεις διαφθοράς του, δικαστήριο της Αθήνας απέρριψε τον Απρίλιο του 2022 αίτημα έκδοσης από τη Ρουμανία. Ο ίδιος δήλωσε ότι είναι “ευγνώμων στην ελληνική δικαιοσύνη” για την παρέμβαση αυτή.

Μια δεύτερη προσωπικότητα που έχει εμπλακεί στο σκάνδαλο είναι ο Shimon Menahem, άλλος ένας από τους ανιψιούς του Steinmetz (σε αυτή την περίπτωση, ανιψιός εξ αγχιστείας), ο οποίος επένδυσε σημαντικά στην Invel. Το 2014, μια ελληνική χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή σημείωσε ότι ο Παπαχριστοφόρου και ο Menahem έλεγχαν από κοινού πολλές εταιρείες, μεταξύ άλλων ασκώντας έμμεσο κοινό έλεγχο σε τουλάχιστον μία από τις οντότητες της Invel.

Αυτός ο χάρτης αποτυπώνει μόνο ένα μέρος του νεφελώδους εταιρικού δικτύου του Steinmetz, ενώ πολλές από τις εταιρείες του – καθώς και ο εκτενέστατος κατάλογος εταιρειών της Invel – εδρεύουν στους φορολογικούς παραδείσους του Jersey, του Guernsey και του Λουξεμβούργου. Ο καπιταλισμός ευδοκιμεί πάνω στις ασαφείς εταιρικές δομές, και η ικανότητα του Steinmetz να αποφεύγει μέχρι στιγμής το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αποτελεί απόδειξη αυτού του γεγονότος.

 Η παρέμβαση της Castlelake

Μετά την πτώση του Steinmetz, η παγκόσμια επενδυτική εταιρεία Castlelake L.P. ήρθε να βοηθήσει, αποκτώντας σημαντικά μερίδια σε διάφορες εταιρείες της Invel. Επομένως, η Castlelake είναι πλέον ο τελικός ιδιοκτήτης της PRODEA, ενώ ο ρόλος της Invel στη σχέση αυτή είναι αυτός μιας εταιρείας-κελύφους – ουσιαστικά, ένα όχημα για τη διαχείριση της PRODEA.
Η Castlelake είναι μια πολυεθνική εταιρεία ιδιωτικών κεφαλαίων που ειδικεύεται στα αεροπλάνα και τα ακίνητα. Αν και εδρεύει στις ΗΠΑ, η εταιρεία διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων (17 δισεκατομμυρίων λιρών) μέσω διαφόρων κεφαλαίων – τα περισσότερα από τα οποία επενδύονται στην Ευρώπη, σύμφωνα με οικονομικές βάσεις δεδομένων.
Επικεφαλής της είναι οι ιδρυτές της, Rory O’Neill και Evan Carruthers. Και οι δύο εργάστηκαν προηγουμένως στον όμιλο αγροτικών επιχειρήσεων – και τη μεγαλύτερη ιδιωτική εταιρεία στον κόσμο – Cargill.